ἀγλίη

ἀγλίη
ἀγλίη
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγλίη — (aglia).Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά διάφορα έντομα της οικογένειας των αττακιδών ή σατουρνιδών της τάξης των λεπιδοπτέρων. Ζουν κυρίως σε δασωμένες εκτάσεις της Ευρώπης και είναι μέτριου μεγέθους. Τα αρσενικά είναι ζωηρά και ευκίνητα, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”